- πλαταμώδης
- -ῶδες, Α [πλαταμών]αυτός που έχει πλατιά και επίπεδη όψη, ο πλατύς και επίπεδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλαταμώδης — of flat shape masc/fem acc pl (attic epic doric) πλαταμώδης of flat shape masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλαταμώδης of flat shape masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμώδη — πλαταμώδης of flat shape neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλαταμώδης of flat shape masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλαταμώδης of flat shape masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταμώδεσιν — πλαταμώδης of flat shape masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mesenia — Unidad periférica de Mesenia Mesenia Unidad periférica de Grecia Ubicación d … Wikipedia Español
κούνελος — Ακρωτήριο της Πελοποννήσου, στο νοτιότερο όριο του Κυπαρισσιακού κόλπου. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Κυπαρίσσιον άκρον ή Πλαταμώδης άκρα. * * * ο [κουνέλι] αρσενικό κουνέλι … Dictionary of Greek